μονογένεια

μονογένεια
μονο-γένεια, , fem. zu μονο-γενής; μουνογένεια heißt Hekate

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονογένεια — μονογένεια, η και μονογένεση, η (βιολ.), η δημιουργία νέου οργανισμού με αυτόματη διαίρεση του μονοκύτταρου ζώου ή φυτού σε δύο οργανισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονογένεια — (I) η (Α μονογένεια και ιων. τ. μουνογένεια) [μονογενής] νεοελλ. 1. βιολ. η μονογονία 2. βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο φυτά έχουν άνθη ενός μόνο γένους αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που δεν έχει αδέλφια, μοναχοκόρη 2. ως ουσ. μοναδικότητα. (II) τα ζωολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”